- πρυτάνειος
- -εία, -ον, Α [πρύτανις]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πρυτάνεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρυτανείω — πρυτάνειος of masc/neut nom/voc/acc dual πρυτάνειος of masc/neut gen sg (doric aeolic) πρυτανεί̱ω , πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc dual πρυτανεί̱ω , πρυτανεῖον the magistrates hall neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείων — πρυτάνειος of fem gen pl πρυτάνειος of masc/neut gen pl πρυτανεί̱ων , πρυτανεῖον the magistrates hall neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνειον — πρυτάνειος of masc acc sg πρυτάνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείοις — πρυτάνειος of masc/neut dat pl πρυτανεί̱οις , πρυτανεῖον the magistrates hall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείου — πρυτάνειος of masc/neut gen sg πρυτανεί̱ου , πρυτανεῖον the magistrates hall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείῳ — πρυτάνειος of masc/neut dat sg πρυτανεί̱ῳ , πρυτανεῖον the magistrates hall neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνεια — πρυτάνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεία — πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείας — πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem gen sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείαν — πρυτανείᾱν , πρυτάνειος of fem acc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱν , πρυτανεία presidency fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)